- πυρένιο
- το, Νχημ. κυκλική οργανική ένωση, πολυπυρηνικός αρωματικός υδρογονάνθρακας που αποτελεί συστατικό τών βαρύτερων κλασμάτων τής λιθανθρακόπισσας, από όπου και εξάγεται.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrene < pyr- (< πυρ) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ene. Η λ., στον λόγιο τ. πυρένιον, μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.